- κλιμακοειδής
- -ές (AM κλιμακοειδής, -ές)αυτός που μοιάζει με κλίμακα κατά το σχήμα ή κατά τη διάταξη, κλιμακωτός.επίρρ...κλιμακοειδώςμε κλιμακοειδή τρόπο, κλιμακωτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλιμακοειδέσι — κλιμακοειδής like a stairway masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek